- νυμφώνας
- ο1. θάλαμος, δωμάτιο των νεόνυμφων, νυφική παστάδα.2. (εκκλησ.), η εκκλησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυμφώνας — ο (Α νυμφών) 1. ο θάλαμος τών νεονύμφων, νυφικός θάλαμος, νυφικό δωμάτιο 2. μτφ. η Εκκλησία («τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτἡρ μου, κεκοσμημένον», Ακολ. Μεγ. Δευτ.) αρχ. 1. ναός τού Διονύσου, τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης 2. είδος νούφαρου 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
Νυμφῶνας — Νυμφῶν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφῶνας — νυμφών bridechamber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοπήγιον — τὸ και παστοπηγία, ἡ, Μ ο νυφικός θάλαμος, ο νυμφώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστός (Ι) + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. κηρο πήγιον] … Dictionary of Greek
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek